
<<Μιά φορά –διηγεῖται— ὁ παπποῦς, ἀκούοντας τήν φήμη ἑνός ἀσκητοῦ, πῆρα εὐλογία νά τόν γνωρίσω.Αὐτός ὁ ἀδαμάντινος κατοικοῦσε στό πιό ψηλό καλύβι, λίγο κάτω ἀπό τόν Ἄθωνα. Δέν ἔφθανε ὅ φοβερός παγετός τοῦ χειμώνα, οἱ κεραυνοί σ’ἐκεῖνο τό σημεὶο πέφταν ὁ ἕνας ξοπίσω ἀπό τόν ἄλλο καί πολλές φορές τοῦ καψάλιζαν , ὅπως ἔλεγε, καί τά ροῦχα. Ἀφοῦ ζήλεψα τήν πολλήν του αὐταπάρνηση τοῦ λέγω : <<Μπορῶ, Γέροντα, νά καθήσω κι ἐγώ ἐδῶ ; >>καί ὁ ἔμπειρος ἐκεῖνος πολεμιστής : <<Ἄν ἔχεις συνέχεια δάκρυα , παιδί μου, μπορεῖς. >>
Ἀλλά γιατί ὁ παπποῦς δέν ἔμεινε; Μήπως δέν εἶχε δάκρυα ; Ἤ μήπως ἐξ ὅσων προανέφερα φάνηκε ὅτι ἦταν κατώτερος ὁ ἀγώνας του ; Και πῶς τότε στηριζόταν , ἄν δέν ἐτρεφόταν μέ τό καθημερινό λουτρό τῶν δακρύων , τό ὁποῖο πολλάκις μᾶς τό συνιστοῦσε λέγοντας, <<ἀγωνιστεῖται ν’ἀποκτήσετε γλυκά δάκρυα , εἶναι ἕνα γλύκισμα κατ΄ἐυθεῖαν ἀπό τόν παράδεισο >> ; Ὁλόγος πού δέν ἐκάθησε ὁ παπποῦς ἦταν ἀπλός, διατελοῦσαν εἰσέτι ὑπό τήν ὑπακοήν τοῦ μεγάλου Γέροντος, πρός τόν ὁποῖον ὑπεσχέθη ὅτι μόνον ὁ θάνατος θά τούς χωρίση.
ΙΩΣΗΦ Μ. Δ.
ΠΗΓΗ:ΒΙΒΛΙΟ Ο ΓΕΡΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ
(1886—1983)
Συνασκητής
Γέροντος Ἰωσήφ τοῦ Ἠσυχαστοῦ